σκαρπαδεύσαι

σκαρπαδεύσαι
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κρῑναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. σκαπέρδα, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη η μορφή και η σημασία του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκαπερδεύσαι — και σκαπαρδεῡσαι Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῆσαι» 2. (ο τ. σκαπαρδεῡσαι (κατά τον Τζέτζ.) «συμμαχῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπέρδα. Προβλήματα γεννά τόσο η μορφή όσο και η σημ. τών διάφορων ρηματ. τ. (πρβλ. και σκαρπαδεῡσαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”